στεφανηφόρια

English (LSJ)

τά, festival at Alexandria, PSI5.514.2 (iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

στεφᾰνηφόρια: -ων, τά, = τῷ προηγ., Κύριλλ.

Greek Monolingual

τὰ, Α στεφανηφόρος
1. στεφανηφορία
2. εορτή στην Αλεξάνδρεια.