στεφανωτής

English (LSJ)

στεφανωτοῦ, ὁ, one who crowns, Hdn.Epim.211.

German (Pape)

[Seite 940] ὁ, der Kränzende, Hdn. epimer. 211.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ [[στεφανῶ, -ώνω]]
αυτός που στεφανώνει.