στητώδης

English (LSJ)

ες, contr. for στεατώδης, Hp. ap. Gal.19.140.

German (Pape)

[Seite 942] ες, zsgzgn statt στεατώδης, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στητώδης: -ες, συνηρ. ἀντὶ στεατώδης, Ἱππ. παρὰ Γαλην.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α
βλ. στεατώδης.