ες, contr. for στεατώδης, Hp. ap. Gal.19.140.
[Seite 942] ες, zsgzgn statt στεατώδης, Sp.
στητώδης: -ες, συνηρ. ἀντὶ στεατώδης, Ἱππ. παρὰ Γαλην.
-ῶδες, Αβλ. στεατώδης.