pelt with pebbles, Hsch.
[Seite 942] mit Steinchen werfen, Hesych.
στῑάζω: βάλλω διὰ ψηφίδων, λιθοβολῶ, Ἡσύχ.
Α στία(κατά τον Ησύχ.) λιθοβολώ.