στλεγγίδιον

English (LSJ)

τό, Dim. of στλεγγίς 11, Theopomp.Hist.240, IG11 (2).287 B 17 (Delos, iii B.C.), al.

German (Pape)

[Seite 945] τό, seltener στελγίδιον, dim. von στλεγγίς; χρυσᾶ, Weihgeschenk, Ath. XIII, 605 b.

Greek (Liddell-Scott)

στλεγγίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στλεγγίς, Θεοπόμπ. Ἱστ. 282.

Greek Monolingual

-ίου, τὸ, Α στλεγγίς, -ίδος]
υποκορ. μικρή στλεγγίδα.