στολίδιον

English (LSJ)

[ῐδ], τό, Dim. of στολίς, leather jerkin, Aen.Tact.29.4.

German (Pape)

[Seite 946] τό, dim. von στολίς, Aen. Tact. 29.

Greek (Liddell-Scott)

στολίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στολίς, Αἰν. Τακτ. 29.