στομίζομαι

English (LSJ)

take with the mouth, Aq.Jb.39.30.

Greek (Liddell-Scott)

στομίζομαι: ἀποθετ., λαμβάνω διὰ τοῦ στόματος, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.

Greek Monolingual

Α στόμα
παίρνω με το στόμα.