στοματόποδα

Greek Monolingual

τα, Ν
ζωολ. τάξη σαρκοφάγων θαλάσσιων καρκινοειδών της υφομοταξίας μαλακόστρακα, με τυπικό εκπρόσωπο της το γένος σκύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stomatopoda (< στόμα, -ατος + πούς). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].