στρέφωσις

English (LSJ)

κάλυψις ἀγγείων δέρματι γινομένη, Hsch. (cf. στέρφος).

German (Pape)

[Seite 954] ἡ, = στέρφωσις, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

στρέφωσις: -εως, ἡ, (στρεφόω) = στέρφωσις, «κάλυψις ἀγγείων δέρματι γινομένη» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, Α. βλ. στέρφωσις.