στρέψασκον

French (Bailly abrégé)

ao. itér. épq. de στρέφω.

Russian (Dvoretsky)

στρέψασκον: эп. aor. iter. к στρέφω.

Greek (Liddell-Scott)

στρέψασκον: ἴδε στρέφω.

English (Autenrieth)

see στρέφω.

Greek Monotonic

στρέψασκον: Επικ. παρατ. του στρέφω.