στρεπτῆρος, ὁ, = στροφεύς, AP5.293.7 (Agath.).
[Seite 953] ῆρος, ὁ, = στροφεύς, στρεπτῆρα θύρας ἀειράμενος, Agath. 8 (V, 294).
στρεπτήρ: -ῆρος, ὁ (στρέφω) = στροφεύς, Ἀνθολ Π. 5. 294.
στρεπτήρ: ῆρος ὁ крюк: σ. θυρέτρου Anth. дверной крюк.