στρικτόν

English (LSJ)

τό, a narrow kind of shoe, Sch. Luc. Rh. Pr. 15; Latin word acc. to Suid.

Greek (Liddell-Scott)

στρικτόν: «οὕτω καλεῖται παρὰ Ρωμαίοις τὸ ἐστενωμένον καὶ ἀπλατὲς ἐπὶ παντὸς εἴδους, κυρίως δὲ ἐπὶ ὑποδήματος» Σουΐδ.