ἔπαρμα πληγῆς ἐν κεφαλῇ, Hsch.
στροίβηλος: «ἔπαρμα πληγῆς ἐν κεφαλῇ» Ἡσύχ.
Α(κατά τον Ησύχ.) «ἔπαρμα πληγῆς ἐν κεφαλῇ».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. στρεβλός με δυσερμήνευτο -οι- (βλ. και λ. στροιβός)].