στροταγέω

English (LSJ)

στρόταγος, στρότος, v. στρατηγέω, στρατηγός, στρατός.

Greek (Liddell-Scott)

στροτᾱγέω: στροτᾱγός, Αἰολ. ἀντὶ στρατηγ-, Συλλ. Ἐπιγρ. 2189, -86, -91.