στρυχνίνη

Greek Monolingual

η, Ν
(βιοχ.-φαρμ.) αλκαλοειδές που εκχυλίζεται από ορισμένα είδη του φυτού οτρύχνος και έχει μεγάλη τοξικότητα, ένα από τα πιο γνωστά δηλητήρια, που σε μικρές, όμως, δόσεις χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική ως αναισθητικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. strychnine (< στρύχνος + κατάλ. -ίνη). Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ. Λάνδερερ].