στρύζω
English (LSJ)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
στρύζω: σπάνιος ἰσοδύναμος τύπος τοῦ τρύζω, Ἐρωτιαν. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΕ΄, σ. 444.
Greek Monolingual
Α
(σπάν. τ.) βλ. τρύζω.
στρύζω: σπάνιος ἰσοδύναμος τύπος τοῦ τρύζω, Ἐρωτιαν. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΕ΄, σ. 444.
Α
(σπάν. τ.) βλ. τρύζω.