στυφεδανός

English (LSJ)

ὁ, v. τυφεδανός.

German (Pape)

[Seite 959] ὁ, s. τυφεδανός.

Greek (Liddell-Scott)

στῡφεδᾰνός: ὁ, ἴδε τυφεδανός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(δ. τ.) βλ. τυφεδανός.