στῖον

English (LSJ)

v. στία.

German (Pape)

[Seite 944] τό, = στία.

Greek (Liddell-Scott)

στῖον: τό, ἴδε στία.

Greek Monolingual

τὸ, Α
η στία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του στία ()].