συγκατέδομαι

English (LSJ)

fut. of συγκατεσθίω.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατέδομαι: μέλλ. τοῦ συγκατεσθίω.

Greek Monolingual

Α
(μέλλ. με ενεργ
σημ.) βλ. συγκατεσθίω.

Greek Monotonic

συγκατέδομαι: μέλ. του συγκατεσθίω.