συγκαταβιόω

English (LSJ)

live with or together, μετ' εὐνοίας Plu.2.754a, cf. Alciphr.1.32; ἡ κακία τοῖς πολλοῖς σ. Plu.2.500f.

German (Pape)

[Seite 964] (s. βιόω), mit, zugleich, zusammen leben; Plut. animi an corp. aff. pei. 2; Alciphr. 1, 32.

French (Bailly abrégé)

συγκαταβιῶ :
passer sa vie avec, τινι.
Étymologie: σύν, καταβιόω.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταβιόω: μέλλ. -βιώσομαι, ζῶ μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 754Α, Ἀλκίφρων 1. 32· ἡ κακία τοῖς πολλοῖς σ. Πλούτ. 2. 500F.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταβιόω: жить вместе (μετ᾽ εὐνοίας σ. τινι Plut.): ἡ κακία τοῖς πολλοῖς συγκαταβιοῖ καὶ συναποθνῄσκει Plut. многих порок сопровождает всю жизнь до самой смерти.