συγκαταπατέω

German (Pape)

[Seite 965] gänzlich zertreten, zugleich mit Andern niedertreten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταπᾰτέω: καταπατῶ ὁμοῦ, ἀλλήλους συγκατεπάτουν Διόδ. 17. 34.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταπᾰτέω: (сообща) топтать (ἀλλήλους Diod.).