συγκεντώ

Greek Monolingual

-έω, Α κεντῶ
σουβλίζω συγχρόνως («ἐποιεῖτο δὲ τὸν διωγμὸν ἐντονώτερον..., συγκεντῶν τοὺς ἀλιτηρίους», ΠΔ).