συγκεφαλαιωτέον

English (LSJ)

one must sum up, Theol.Ar.28.

Greek (Liddell-Scott)

συγκεφᾰλαιωτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ συγκεφαλαιῶ, δεῖ συγκεφαλαιοῦν, Ἰάμβλ.