συγκρημνίζω

English (LSJ)

throw down a precipice together, Plb.8.32.7.

German (Pape)

[Seite 969] mit, zugleich, zusammen herunterstürzen, Pol. 8, 34, 7.

Russian (Dvoretsky)

συγκρημνίζω: свергать, сбрасывать, pass. проваливаться, падать Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρημνίζω: κατακρημνίζω ὁμοῦ, Πολύβ. 8. 34, 7.

Greek Monolingual

Α
ρίχνω κάποιον στον γκρεμό μαζί με άλλον, κατακρημνίζω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρημνίζω (< κρημνός «γκρεμός»)].