-ή, -ό / συζυγικός, -ή, -όν, ΝΑ σύζυγοςαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συζύγους («συζυγικός βίος»). επίρρ...συζυγικά Νμε τρόπο που αρμόζει σε συζύγους.