συκοφαντικῶς

French (Bailly abrégé)

adv.
en calomniateur.
Étymologie: συκοφαντικός.

Russian (Dvoretsky)

σῡκοφαντικῶς: по-сикофантски, клеветнически Isocr., Luc.

English (Woodhouse)

(see also: συκοφαντικός) calumniously