συμβάς

French (Bailly abrégé)

ᾶσα, άν;
part. ao.2 de συμβαίνω.

Greek Monotonic

συμβάς: μτχ. αορ. βʹ του συμβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

συμβάς: ᾶσα, άν part. aor. 2 к συμβαίνω.