συμβεβάναι

French (Bailly abrégé)

inf. pf. ion. de συμβαίνω.

Greek Monotonic

συμβεβάναι: [ᾰ], αντί -βεβηκέναι, απαρ. παρακ. του συμβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

συμβεβάναι: inf. pf. к συμβαίνω.