συμβολαιογραφείο

Greek Monolingual

το, Ν
το γραφείο του συμβολαιογράφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβολαιογράφος. Η λ., στον λόγιο τ. συμβολαιογραφεῖον, μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν].