[ῡ], 'throw in incidentally, φατικῶς Phld.Mus. p.79K., cf. p.54K.
συμπαρασύρω: [ῡ], παρασύρω ὁμοῦ, Vol. Hercul. 1, κεφ. 14.
ΝΜΑ παρασύρωπαρασύρω κάποιον ή κάτι μαζί μου.