συμπεριπίπτω

English (LSJ)

fall about together, Hypsaeus ap.Stob.4.31.45.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριπίπτω: περιπίπτω ὁμοῦ, Ὑψαῖος παρὰ Στοβ. 505. 50.

Greek Monolingual

Α περιπίπτω
πέφτω μαζί με άλλον, ξαπλώνομαι συγχρόνως.