pour out together, Orph.A.575.
[Seite 990] (s. χέω), mit od. zugleich ausgießen, Orph. Arg. 573.
συμπροχέω: προχέω ὁμοῦ, διάφ. γραφ. ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 573.
Α προχέωπροχέω μαζί.