συνάνθρωπος: ὁ, ὁ καὶ αὐτὸς ἄνθρωπος ὤν, Εὐστ. Πονημάτ. 117. 57· συνανθρωπότης, ητος, ἡ, ἡ ἡνωμένη φύσις τοῦ ἀνθρώπου, Ἀναστ. Σιν. Bandin Bibl. Med. τ. 1, σ. 311C.
ο, ΝΜ ἄνθρωποςο πλησίον μας ως μέλος της ανθρώπινης κοινωνίας.