συναγώγιμον

English (LSJ)

δεῖπνον, τό, = συναγώγιον (picnic), Alex. 251, cf. Ephipp. 4.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγώγιμον: δεῖπνον τό, = τῷ ἑπομ., Ἄλεξις ἐν «Φιλοκάλῳ» 1, Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 3.