συναμπίσχω

English (LSJ)

v. συναμπέχω.

German (Pape)

[Seite 999] = Vor., med., τί κλείεις καὶ ξυναμπίσχει κόρας, Eur. Herc. fur. 1111.

Greek Monolingual

Α
βλ. συναμπέχω.