συναναζεύγνυμι

English (LSJ)

set out along with, Plu.Eum. 3.

German (Pape)

[Seite 999] (s. ζεύγνυμι), mit od. zugleich aufbrechen, Plut. Eum. 3.

French (Bailly abrégé)

lever le camp en même temps.
Étymologie: σύν, ἀναζεύγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αναζεύγνῡμι tegelijk (met...) op weg gaan, samen (met...) opbreken.

Russian (Dvoretsky)

συναναζεύγνῡμι: одновременно двинуться в поход Plut.

Greek Monolingual

Α
ξεκινώ για πορεία μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναζεύγνυμι «γυρίζω πίσω, ξεκινώ, αναχωρώ»].

Greek Monotonic

συναναζεύγνῡμι: μέλ. -ζεύξω, ξεκινώ μαζί με κάποιον, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συναναζεύγνῡμι: ἀναζεύγνυμι, ἐκκινῶ ὁμοῦ μετά τινος, Πλουτ. Εὐμέν. 3. ἐν τέλει.

Middle Liddell

fut. -ζεύξω
to set out along with, Plut.