συναναπληρόω

English (LSJ)

fill up at the same time, Thphr. HP 4.13.4 (Pass.); τὰς μεταξύτητας Nicom.Harm.6; make up or compensate, τινί τι Plb.22.20.7; μετ' εὐφημίας τὸ ἐλλεῖπον Plu.2.795b.

German (Pape)

[Seite 1000] mit oder zugleich anfüllen, τί τινι, Pol. 23, 18, 7.

French (Bailly abrégé)

συναναπληρῶ :
compenser.
Étymologie: σύν, ἀναπληρόω.

Greek (Liddell-Scott)

συναναπληρόω: ἀναπληρῶ ὁμοῦ, συγχρόνως, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 4, ἐν τῷ παθ.˙ παρέχω εἰς ἀναπλήρωσιν, τινί τι Πολύβ. 23. 18, 7, Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συναναπληρόω: восполнять (τὸ ἐλλεῖπον μετά τινος Plut.) или уравнивать (τι τινι Polyb.).