συνανθέω

English (LSJ)

A blossom together, metaph., τῇ Θεμιστοκλέους ἀρετῇ Plb. 6.44.2.
2 of wine, 'bloom' (i.e. form a crust) at the same time as, Thphr. De Odoribus 63.
II to be wrought with diverse colours also, J.AJ 3.6.2.

German (Pape)

[Seite 1001] mit zugleich, zusammen blühen; Pol. 6, 44, 2, Plut. Alc. 1.

Russian (Dvoretsky)

συνανθέω:
1 одновременно расцветать, вместе цвести: πάσῃ σ. τῇ ἡλικίᾳ Plut. всю свою жизнь сохранять цветущий вид;
2 одновременно процветать (τινι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

συνανθέω: ἀνθῶ ὁμοῦ, συνακμάζω, ἅμα τινὶ Θεοφρ. π. Ὀσμ. 63· ἡ Ἀθηναίων πολιτεία... τῇ Θεμιστοκλέους ἀρετῇ συνανθήσασα Πολύβ. 6. 44, 2. ΙΙ. ἐπὶ ὑφάσματος, ὕφος ἦν πορφύρας καὶ φοίνικος σὺν ὑακίνθῳ καὶ βύσσῳ πεποιημένον, πολλῶν αὐτῷ συνανθούντων καὶ ποικίλων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 2.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ανθέω, meebloeien, met dat. met iets:. πάσῃ ἡλικίᾳ met elk levensjaar Plut. Alc. 1.4.