συναπίσταμαι
English (LSJ)
Ion. for συναφίσταμαι (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1002] ionisch statt συναφίσταμαι, Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συναφίσταμαι, v. συναφίστημι.
Greek (Liddell-Scott)
συναπίσταμαι: Ἰων. ἀντὶ συναφίσταμαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συναφίστημι.
Greek Monotonic
συναπίσταμαι: Ιων. αντί συναφίσταμαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναπίσταμαι Ion. voor συναφίσταμαι.