συναρμόττω

English (LSJ)

Att. for συναρμόζω (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1004] att. statt συναρμόζω, w. m. s.

Russian (Dvoretsky)

συναρμόττω: атт. = συναρμόζω.

Greek (Liddell-Scott)

συναρμόττω: Ἀττικ. ἀντὶ συναρμόζω.

Greek Monolingual

Α
(αττ. τ.) βλ. συναρμόζω.

Greek Monotonic

συναρμόττω: Αττ. αντί συναρμόζω.