συναφικνέομαι

English (LSJ)

arrive together, Epicur.Ep.1p.10U.

German (Pape)

[Seite 1005] (s. ἱκνέομαι), mit od. zugleich an-od. zurückkommen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συναφικνέομαι: ἀποθετ., ἀφικνοῦμαι, φθάνω ὁμοῦ, Διογ. Λ. 10. 47· τινι, μετά τινος, Ideler. Phys. 2. 353.

Russian (Dvoretsky)

συναφικνέομαι: вместе приходить Epicur. ap. Diog. L.