συνδίκως
French (Bailly abrégé)
adv.
selon le droit, justement.
Étymologie: σύνδικος.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυνδίκως Α
επίρρ. συγχρόνως, ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδικος + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Russian (Dvoretsky)
συνδίκως: (ῐ) справедливо, по справедливости Aesch.