συνείληφα
French (Bailly abrégé)
pf. de συλλαμβάνω.
Greek Monotonic
συνείληφα: -είλημμαι, παρακ. του συλλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
συνείληφα: pf. к συλλαμβάνω.
pf. de συλλαμβάνω.
συνείληφα: -είλημμαι, παρακ. του συλλαμβάνω.
συνείληφα: pf. к συλλαμβάνω.