οῦσα, όν :part. ao.2 de συναιρέω.
-οῦσα, -όν, Αφρ. «συνελόντι εἰπεῖν» — βλ. συναιρώ.
συνελών: μτχ. αορ. βʹ του συναιρέω.
συνελών: οῦσα, ον part. к συναιρέω.