συνελών

French (Bailly abrégé)

οῦσα, όν :
part. ao.2 de συναιρέω.

Greek Monolingual

-οῦσα, -όν, Α
φρ. «συνελόντι εἰπεῖν» — βλ. συναιρώ.

Greek Monotonic

συνελών: μτχ. αορ. βʹ του συναιρέω.

Russian (Dvoretsky)

συνελών: οῦσα, ον part. к συναιρέω.