συνεξορχέομαι

Greek (Liddell-Scott)

συνεξορχέομαι: ἀποθ., θεατρίζω, χλευάζω ὁμοῦ, Συνέσ. 69Α, Θεόδωρ. Μετοχ. 334. 5, Φώτ. ἐν Wolf’s Anal. 2. 153.

German (Pape)

mit austanzen, verhöhnen, Sp.