συνεπίτροπος
English (LSJ)
ὁ, joint guardian, D.27.14,16.
French (Bailly abrégé)
German (Pape)
ὁ, Mitvormund, τινί, mit Jem., Dem. 27.14.
Russian (Dvoretsky)
συνεπίτροπος: ὁ совместно осуществляющий опеку, соопекун Dem.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπίτροπος: ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἐπίτροπος, ὁ καὶ αὐτὸς ἐπίτροπος ὤν, τινι Δημ. 818. 2 καὶ 21.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
συνεπίτροπος: ὁ, αυτός που επιτροπεύει, που επιλαμβάνεται από κοινού, σε Δημ.