Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
συνεπιβάτης
Greek Monolingual
ο, θηλ. συνεπιβάτισσα Ν επιβάτης στο ίδιο μεταφορικό μέσο και συγχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ.<συν- +επιβάτης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. συνεπιβάται, μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Βικέλα].