συνεταιρίς

English (LSJ)

-ίδος, fem. of συνέταιρος.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
βλ. συνέταιρος.

German (Pape)

ίδος, ἡ, fem. von συνέταιρος, Mitgenossin, Erinna 2 (VII.710).