συνηγορικόν
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνηγορικόν -οῦ, τό [συνήγορος] loon voor een openbare advocaat.
Russian (Dvoretsky)
συνηγορικόν: τό гонорар защитника Arph.
English (Woodhouse)
(see also: συνηγορικός) advocate's fee
συνηγορικόν -οῦ, τό [συνήγορος] loon voor een openbare advocaat.
συνηγορικόν: τό гонорар защитника Arph.
(see also: συνηγορικός) advocate's fee