συντονιστής

Greek Monolingual

ο, θηλ. συντονίστρια, Ν συντονίζω
1. πρόσωπο που συντονίζει διάφορες ενέργειες («ο συντονιστής της συζήτησης τους υπενθύμισε ότι η ώρα είχε περάσει»)
2. (ηλεκτρον.) όργανο που χρησιμοποιείται για συντονισμό ραδιοφωνικών κυκλωμάτων.